πρατος

πρατος
    I.
    πρατός
    πρᾱτός
    3
    [adj. verb. к πιπράσκω См. πιπρασκω] проданный
    

πρατόν τινα ἐκπέμψαι Soph. — продать кого-л. на чужбину (в рабство)

    II.
    πρᾶτος
    3
    дор. Arph., Theocr. = πρῶτος См. πρωτος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πρατος" в других словарях:

  • πρᾶτος — masc nom sg πρότερος before masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατός — πρᾱτός , πρατός for sale masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράτος — άτα, ον, Α δωρ. τ. βλ. πρώτος …   Dictionary of Greek

  • πρατός — ή, όν, Α αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα τος] …   Dictionary of Greek

  • πρᾶτον — πρᾶτος masc acc sg πρᾶτος neut nom/voc/acc sg πρότερος before masc acc sg πρότερος before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾶτα — πρᾶτος neut nom/voc/acc pl πρότερος before neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾶται — πρᾶτος fem nom/voc pl πρότερος before fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾶτοι — πρᾶτος masc nom/voc pl πρότερος before masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατά — πρᾱτά , πρατός for sale neut nom/voc/acc pl πρᾱτά̱ , πρατός for sale fem nom/voc/acc dual πρᾱτά̱ , πρατός for sale fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾶτ' — πρᾶτα , πρᾶτος neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρᾶτος masc voc sg πρᾶται , πρᾶτος fem nom/voc pl πρᾶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρότερος before masc voc sg πρᾶται , πρότερος before fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίμπρατος — παλίμπρατος, ον (Α) 1. αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από μεταπώληση 2. (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή πώληση λόγω αχρειότητας 3. μηδαμινός, ανάξιος λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρατός (< πιπράσκω «πουλώ»),… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»